- πολίεθρον
- τὸ, Αβλ. πτολίεθρον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πτολίεθρον — και πολίεθρον, τὸ, Α η πόλη («Ἴλιον κάτοικος ἐκπέρσαι, ἐϋ ναιόμενον πτολίεθρον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πτόλις / πόλις + επίθημα εθρον (βλ. λ. θρον), εφόσον δεν πρόκειται περί προελληνικού τύπου που προσαρμόστηκε μορφολογικά στην ελλ. γλώσσα… … Dictionary of Greek